τηγανίτα

τηγανίτα
η, Ν
γλύκισμα από χυλό αλευριού, τηγανισμένο σε καφτό λάδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τηγανίτης, με αλλαγή γένους κατά το πίτα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τηγανίτα — η πρόχειρο γλύκισμα με χυλό από αλεύρι που ψήνεται σε καυτό λάδι στο τηγάνι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γριά — η (AM γραῑα, Α και γραῡς και γρηΰς) ηλικιωμένη γυναίκα νεοελλ. 1. θωπευτική ονομασία για τη μητέρα, τη σύζυγο ή την πεθερά 2. τηγανίτα 3. παροιμ. α) «η γριά το μισοχείμωνο ξυλάγγουρο γυρεύει» έχει κάποιος άκαιρες και παράλογες αξιώσεις β) «έμαθ η …   Dictionary of Greek

  • εγκρίς — ἐγκρίς ( ίδος), η (Α) γλύκισμα με λάδι και μέλι, τηγανίτα …   Dictionary of Greek

  • λαλάγγι — λαλάγγι, τὸ (Μ, Α λαλάγγιον) λαλάγγη, λαλαγγίτα, τηγανίτα …   Dictionary of Greek

  • λαλαγγίτα — και λαλαγγίδα και λαγγίτα, η (Μ λαλαγγίτα) είδος γλυκίσματος που μοιάζει με τηγανίτα και λουκουμά …   Dictionary of Greek

  • μεζεδάκι — το 1. μικρός πρόχειρος μεζές 2. στον πληθ. τα μεζεδάκια εντόσθια αρνιού μαγειρεμένα ή τηγανιτά …   Dictionary of Greek

  • ταγηνίας — ὁ, ΜΑ τηγανίτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τάγηνον + κατάλ. ίας (πρβλ. οβελ ίας)] …   Dictionary of Greek

  • τηγανίτης — ο, ΝΑ, και ταγηνίτης Α η τηγανίτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τήγανον / τάγηνον + κατάλ. ίτης (πρβλ. ζυμ ίτης, πιτυρ ίτης)] …   Dictionary of Greek

  • τηγανητός — ή, ό, Ν, και μόνον ο τ. ουδ. τηγανητόν, τὸ, Α τηγανισμένος, τηγανιστός, παρασκευασμένος σε τηγάνι με καφτό λάδι ή λίπος («τηγανητές πατάτες») αρχ. (το ουδ.) τὸ τηγανητόν η τηγανίτα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο αρχ. τ. τηγανητόν < τήγανον + κατάλ. η τόν, ουδ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”